λογικός

λογικός
-ή, -ό (AM λογικός, -ή, -όν [λόγος]
1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος»)
2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες τού ορθού λόγου
νεοελλ.
μέτριος, κανονικός, μη υπερβολικός, μετριοπαθής, μετρημένος («λογική τιμή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογικά
οι αισθήσεις
2. φρ. α) «φέρνω τὰ λογικὰ (κάποιου)» — βοηθώ κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του
β) «χάνω τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῑς γέγονεν ήχεῑν καὶ διαλέγεσθαι», Πλούτ.)
2. εύλογος
3. αυτός που αναφέρεται στη διάνοια, πνευματικός («λογικαὶ ἀρεταί», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευγλωττία
2. αυτός που ταιριάζει στον πεζό λόγο
3. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο («καὶ οὗτοι μέν λογικοί
ποιηταὶ δέ», Διογ. Λαέρτ.)
4. διαλεκτικός
5. φρ. «λογικὴ αἵρεσις» — η δογματική ιατρική σχολή.
επίρρ...
λογικῶς και -ά (AM λογικῶς)
με λογικό τρόπο, με λογική σκέψη, σύμφωνα με τη λογική
νεοελλ.
κατά λογική ακολουθία, κατά λογική συνέπεια
αρχ.
με λογική, ορθή συζήτηση, διαλεκτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικός, -ή — ό αυτός που σκέφτεται λογικά, ο σώφρονας, ο συνετός: Με έπεισε γιατί είχε λογικά επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογικά — λογικός of neut nom/voc/acc pl λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc/acc dual λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικώτερον — λογικός of adverbial comp λογικός of masc acc comp sg λογικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικωτάτων — λογικός of fem gen superl pl λογικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικωτέραις — λογικός of fem dat comp pl λογικωτέρᾱͅς , λογικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικωτέρων — λογικός of fem gen comp pl λογικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικῶν — λογικός of fem gen pl λογικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικόν — λογικός of masc acc sg λογικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικώτατα — λογικός of adverbial superl λογικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”